σταυροκοπιέμαι

σταυροκοπιέμαι
σταυροκοπ(ι)ούμαι, σταυροκοπιώμαι
1) креститься; 2) божиться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σταυροκοπιέμαι" в других словарях:

  • σταυροκοπιέμαι — σταυροκοπιέμαι, σταυροκοπήθηκα βλ. πίν. 59 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σταυροκοπιέμαι — και σταυροκοπ(ι)ούμαι σταυροκοπήθηκα, κάνω πολλές φορές το σημείο του σταυρού: Σταυροκοπήθηκε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταυροκοπιέμαι — Ν βλ. σταυροκοπουμαι …   Dictionary of Greek

  • σταυροκοπούμαι — έομαι και σταυροκοπιέμαι Ν κάνω πολλές φορές το σημείο τού σταυρού, κάνω πολλές φορές τον σταυρό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + κοπούμαι (< κόπος < κόπος < κόπτω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»